- εξαρχαϊσμός
- ο [εξαρχαΐζω]η τάση και το αποτέλεσμα τού εξαρχαΐζω, η μεταβολή ώστε να πλησιάσει κάτι στα αρχαία πρότυπα («εξαρχαϊσμός τής γλώσσας»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξαρχαϊσμός — ο η μεταβολή στο αρχαιόπρεπο: Εξαρχαϊσμός της γλώσσας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… … Dictionary of Greek